- υπερστροφή
- η, Ν(αυτοκίν.) ιδιότητα ενός αυτοκινήτου κατά την οποία, όταν αυτό κινείται μέσα σε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα, το οπίσθιο τμήμα του τείνει να βγει προς το εξωτερικό τής στροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + στροφή].
Dictionary of Greek. 2013.